κυράτσα

κυράτσα
και κυράτζα και κεράτσα, η (Μ κυράτζα και κυράτσα και κεράτσα και κυράκα)
κυρά, αρχόντισσα
νεοελλ.
1. η γιαγιά, η μάμμη
2. (ιδίως ο τ. κεράτσα) δύστροπη, φλύαρη και κουτσομπόλα γυναίκα
μσν.
1. μάννα
2. θεία
3. αγαπημένη, καλή
4. (ως τίτλος ευγενείας) ευυπόληπτη γυναίκα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κυράτσα — η 1. κυρά. 2. κεράτσα, γυναίκα σεμνότυφη ή φαντασμένη, γυναίκα δύστροπη ή φλύαρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεράτσα — η βλ. κυράτσα …   Dictionary of Greek

  • ξεδιαλύνω — (Μ ξεδιαλύνω και ἐξεδιαλύνω και ξεδιαλύω) καθιστώ κάτι ευνόητο, αποσαφηνίζω, εξηγώ, ερμηνεύω («μα δεν κατέχω, ίντα λογής να ξεδιαλύνω τούτο», Ερωτόκρ.) νεοελλ. 1. ξεκαθαρίζω, διαλέγω («ξεδιαλύνω το σιτάρι από την ήρα») 2. (για όνειρο) γίνομαι… …   Dictionary of Greek

  • κεράτσα — κεράτσα, η και κυράτσα, η γυναίκα φαντασμένη, κουτσομπόλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”