- κυράτσα
- και κυράτζα και κεράτσα, η (Μ κυράτζα και κυράτσα και κεράτσα και κυράκα)κυρά, αρχόντισσανεοελλ.1. η γιαγιά, η μάμμη2. (ιδίως ο τ. κεράτσα) δύστροπη, φλύαρη και κουτσομπόλα γυναίκαμσν.1. μάννα2. θεία3. αγαπημένη, καλή4. (ως τίτλος ευγενείας) ευυπόληπτη γυναίκα.
Dictionary of Greek. 2013.